περίγειος

περίγειος
-α, -ο / περίγειος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει
2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν)
αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. ολόκληρη η γύρω έκταση, η γύρω περιοχή
2. η υφήλιος, η οικουμένη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη Γη ή βρίσκεται ή υπάρχει στη Γη, γήινος («περίγειος βίος», Γρηγ. Νύσσ.)
2. αυτός που βρίσκεται κοντά στη Γη («περίγειος σελήνη», Βέττ. Βάλ.)
3. (για μέρη τού ποδιού κάτω από το γόνατο) αυτός που βρίσκεται πλησιέστερα προς το έδαφος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περίγεια
α) τα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν πάνω από τη Γη («τὰ θνητά τοῑς θεοῑς, καὶ τὰ περίγεια τοῑς οὐρανίοις», Πλούτ.)
β) τα επίγεια, τα εγκόσμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -γειος (< γῆ*), πρβλ. υπό-γειος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περίγειος — surrounding the earth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειότερον — περίγειος surrounding the earth adverbial comp περίγειος surrounding the earth masc acc comp sg περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτάτων — περίγειος surrounding the earth fem gen superl pl περίγειος surrounding the earth masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτέραις — περίγειος surrounding the earth fem dat comp pl περιγειοτέρᾱͅς , περίγειος surrounding the earth fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτέρων — περίγειος surrounding the earth fem gen comp pl περίγειος surrounding the earth masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειότατα — περίγειος surrounding the earth adverbial superl περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειότατον — περίγειος surrounding the earth masc acc superl sg περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίγειον — περίγειος surrounding the earth masc/fem acc sg περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτάτη — περίγειος surrounding the earth fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγειοτάτην — περίγειος surrounding the earth fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”